-
1 встретить
встретить 1) συναντώ 2) (принять) υποδέχομαι· тепло \встретить υποδέχομαι θερμά \встретиться συ ναντιέμαι* * *1) συναντώ2) ( принять) υποδέχομαιтепло́ встре́тить — υποδέχομαι θερμά
-
2 разминуться
-нусь, -ншьсяρ.σ.1. δε συ• ναντιέμαι• χωρίζομαι με κάποιον, χάνομαι•старайся выйти вовремя, чтобы нам с тобой не разминуться προσπάθησε να βγεις έγκαιρα, για να μη χαθούμε (να μη χάσομε ο ένας τον άλλον)•
- нельзя ο δρομάκος είναι στενός, να χωρίσομε (να χαθούμε) δε μπορεί.2. περνώ- διαβαίνω κοντά, πλησίον• ευθυγραμμίζομαι. || συναντιέμαι, εγγίζω.